- λυσσιατρείο(ν)
- το пастеровская станция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λυσσιατρείο — το ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία τής λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμ ιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λυσσιατρείο — το ειδικό θεραπευτήριο για όσους προσβάλλονται από λύσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσίατρος — ο γιατρός που εργάζεται σε λυσσιατρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek